πεγιότλ

πεγιότλ
το
άκλ. κακτοειδές φυτό τού Μεξικού τού οποίου το εκχύλισμα προκαλεί οπτικές παραισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. peyotl < peyotl, λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων Νahuatl].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”